- πολεμαίνετος
- -ον, Αένδοξος στον πόλεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + αἰνετός (< αἰνῶ «επαινώ, δοξάζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολεμαίνετον — πολεμαίνετος famed in war masc/fem acc sg πολεμαίνετος famed in war neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμαινέτου — πολεμαίνετος famed in war masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμαινέτῳ — πολεμαίνετος famed in war masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek